εἰκοσάμηνος

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A twenty months old, AP7.662 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 727] von zwanzig Monaten, Leon. Al. 41 (VII, 662).

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσάμηνος: -ον, ἔχων εἴκοσι μηνῶν ἡλικίαν, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 662.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(âgé) de vingt mois.
Étymologie: εἴκοσι, μήν².

Spanish (DGE)

-ον
de veinte meses de edad ὁ εἰ. ἀδελφός Theoc.Ep.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών
2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες
3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο
διάστημα είκοσι μηνών.