είντα

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και είντας (Μ εἶντα)
1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα 'ναι η δύναμίς μου»)
2. πόσο μεγάλο, τί λογήςείντα κανίσκιν άσκημο μ' έχεις κανισκεμένη»)
3. πόσο, τί λογήςείντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα»)
4. γιατί, για ποιό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είντα < μσν. είντα < τείντα που προήλθε από τη φράση «τί είναι τα»].