Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λογής

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν)
είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» — κάθε είδους, διαφόρων ειδών
θ) «μιας λογής» — με τον ίδιο τρόπο
μσν.
1. εθνικότητα, έθνος
2. ηθικό ή πνευματικό επίπεδο, ποιότητα
3. εξωτερική εμφάνιση, μορφήπρόσωπο χιλίων λογιῶν», Πανώρ.)
(«φουσάτα μάζωξεν... Σέρβους... καὶ πᾶσα λογῆς ἄλλης», Παλαμίδ.)
4. φρ. α) «διὰ καμμίαν λογήν» — με κανέναν τρόπο
β) «εἰς τὴν καλύτερην λογήν» — με τον καλύτερο τρόπο
γ) «μέ τούτην τὴν λογήν» — με αυτό τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λογῆς και λογήν είναι, αντίστοιχα, γεν. και αιτιατ. ενός μτγν. ουσ. λογή, που σχηματίστηκε από τη γεν. πληθυντικού λογιῶν του τ. λόγιον, κατά το σχήμα: τῶν εἰδῶν > ἡ εἰδή. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο τ. λογιῶν < λογίων, γεν. πληθ. του λόγιον. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. λογιῶν (λοjῶν, ουρανική προφορά j του -γ- προ τών i και e) αντί λογῶν, κατ' επίδραση της γεν. λογῆς (λοjῆς) ή της ονομ. πληθ. λογές (λοjές) του ουσιαστικού λογή].