λογής
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν)
είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» — κάθε είδους, διαφόρων ειδών
θ) «μιας λογής» — με τον ίδιο τρόπο
μσν.
1. εθνικότητα, έθνος
2. ηθικό ή πνευματικό επίπεδο, ποιότητα
3. εξωτερική εμφάνιση, μορφή («πρόσωπο χιλίων λογιῶν», Πανώρ.)
(«φουσάτα μάζωξεν... Σέρβους... καὶ πᾶσα λογῆς ἄλλης», Παλαμίδ.)
4. φρ. α) «διὰ καμμίαν λογήν» — με κανέναν τρόπο
β) «εἰς τὴν καλύτερην λογήν» — με τον καλύτερο τρόπο
γ) «μέ τούτην τὴν λογήν» — με αυτό τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λογῆς και λογήν είναι, αντίστοιχα, γεν. και αιτιατ. ενός μτγν. ουσ. λογή, που σχηματίστηκε από τη γεν. πληθυντικού λογιῶν του τ. λόγιον, κατά το σχήμα: τῶν εἰδῶν > ἡ εἰδή. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο τ. λογιῶν < λογίων, γεν. πληθ. του λόγιον. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. λογιῶν (λοjῶν, ουρανική προφορά j του -γ- προ τών i και e) αντί λογῶν, κατ' επίδραση της γεν. λογῆς (λοjῆς) ή της ονομ. πληθ. λογές (λοjές) του ουσιαστικού λογή].