εκκαθάριση

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ. όσων θεωρούνται ανίκανοι ή ανεπιθύμητοι
2. τελειωτικός καθορισμόςεκκαθάριση εξόδων»)
3. (για λογαριασμό) ο καθορισμός του χρεωστικού ή πιστωτικού υπολοίπου προσωπικού λογαριασμού
4. το αντίγραφο λογαριασμού που αποστέλλεται στον κύριο πωληθέντος εμπορεύματος.