εκφαίνω

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐκφαίνω)
φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω
μσν.
(με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου
αρχ.
1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» — τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.)
2. παρουσιάζω («εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα... ἐκφανεῑτ' ἐς ὀφθαλμοὺς ἐμούς» — αν δεν παρουσιάσετε τον δράστη μπρος στα μάτια μου, Σοφ.)
3. διευκρινίζω
4. (για πράγματα, καταστάσεις) γνωστοποιώ, φανερώνω, αποκαλύπτω
5. δείχνω απροκάλυπτα
6. κηρύσσωἐκφαίνω πόλεμον»).