έκτυπος

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκτυπος, -ον)
Ι. 1. ο τυπωμένος έτσι ώστε να παρουσιάζεται ανάγλυφος
2. το ουδ. ως ουσ. το έκτυπο(ν)
ανάγλυφο του οποίου οι μορφές προεξέχουν από την επιφάνεια
αρχ.
1. χωριστός, ευκρινής
2. ο σχηματισμένος σε γενικές γραμμές, σαν πρόχειρο σχεδίασμα
3. αντίτυπο, απομίμημα
II. επίρρ. α) εκτύπως
φανερά, με σαφήνεια, καθαρά, ανάγλυφα
β) και το συγκρ. εκτυπωτέρως κατά τρόπο σαφέστερο, φανερότερο, πιο ανάγλυφο.