έλειος

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἕλειος, -ον και ἕλειος, -α, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που φύεται σε έλη («έλεια φυτά», «ἕλειος δόναξ»)
2. εκείνος που κατοικεί σε έλη («ἕλεια πτηνά», «τῶν Αἰγυπτίων οἱ Ἕλειοι»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλος ή έχει σχέση με αυτό (α. «ἕλειον δάπεδον» — η λασπώδης επιφάνεια σε ελώδη περιοχή
β. «ἕλειον ὕδωρ» — το νερό του βάλτου
γ. «ἕλειος βίος» — η ζωή στο έλος).