ἔκτροπος

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ον,

   A turning out of the way. Adv. -πως Erot. s.v. ἐκπατίως.

German (Pape)

[Seite 783] abweichend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτροπος: -ον, ἐκτρεπόμενος τῆς ὁδοῦ, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 264., 2. σ. 505.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que se aparta o desvía, alterado, descompuesto ἔκτροπον εἶδος ἔθηκεν descompuso su aspecto Gr.Naz.M.37.1547A.
2 mús. inarmónico, disonante πνεῦμα Gr.Naz.M.37.453A, fig. ἔκτροπον ... τῶν ἐν ἀρετῇ ζώντων ... τὸ ἦθος Gr.Nyss.Pss.33.15
subst. τὸ ἔ. Gr.Nyss.Eun.3.2.144.
II adv. -ως de manera desviada, anómalamente Erot.41.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔκτροπος, -ον)
Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση
επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος
νεοελλ.
συν. στον πληθ. τα έκτροπα
ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις
II. επίρρ. ἐκτρόπως
κατά παρέκβαση από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.