εμβρόντητος

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμβρόντητος, -ον)
κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τον χτύπησε κεραυνός
αρχ.
1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό
2. τρελός
3. (για ιδέα) παράλογος
4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους»).