ἐναντιώνυμος

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ον,

   A having an opposite name, ib.9.

German (Pape)

[Seite 827] mit entgegengesetzten Namen, Nicom. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιώνυμος: -ον, ἔχων ἐναντίον ἢ ἀντίθετον ὄνομα, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 78, ὁ αὐτὸς ἔχει (ἐν σ. 80) καὶ ῥῆμα ἐναντιωνῠμέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
mat. que tiene la denominación contraria de algunos números con relación a sus partes, Nicom.Ar.1.9.

Greek Monolingual

ἐναντιώνυμος, -ον (Α)
(για τη σχέση μεταξύ άρτιων και περιττών αριθμών) ο αριθμός που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως άρτιος-περιττός.