ἐναλλοίωσις

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A alteration, Ptol.Tetr.93.

German (Pape)

[Seite 826] ἡ, Veränderung, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναλλοίωσις: -εως, ἡ, ἀλλοίωσις, μεταβολή, Πτολεμ. Τετραβ. σ. 93. 10.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
cambio, modificaciónde las «casas» zodiacales, Ptol.Tetr.2.9.19, Heph.Astr.1.20.33, Vett.Val.388.14, αἱ διαφοραὶ τῶν ψυχικῶν καὶ τῶν σωματικῶν ἐναλλοιώσεων Corp.Herm.Fr.26.13, sent. dud. PSI 483.3 (III a.C.).

Greek Monolingual

ἐναλλοίωσις, η (AM)
μεταβολή, αλλαγή, μετατροπή.