ενοίκιο

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, -ον) ένοικος
1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ' ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.)
2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου
αρχ.
1. ως επίθ. ἐνοίκιος, -ον
αυτός που ζει στο σπίτι, οικιακός, κατοικίδιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνοίκιον
οίκηση, εγκατοίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένοικος + -ιον, ουδ. του επιθήματος -ιος].