οίκηση

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἴκησις) οικώ
1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση
2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ φυσικού προσώπου η οποία συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου να χρησιμοποιεί ξένη οικοδομή ή ξένο διαμέρισμα ως κατοικία
αρχ.
1. τάφος
2. φωλιά ζώου, πτηνού
3. το κατοικημένο τμήμα χώρας ή περιοχής («διὰ τὸ τὴν οἴκησιν κεῖσθαι ταύτην ἄρκτον», Αριστοτ.)
4. (για πόλη) διοίκηση, διακυβέρνηση («περὶ πόλεως οἰκήσεως», Πλάτ.)
5. σύνολο διάσπαρτων συνήθως οικημάτων ανθρώπων που ακόμη δεν έχουν οργανωθεί σε πόλεις, συνοικισμός («τῶν τὴν μεσόγαιαν ἐχόντων αὐτόνομοι οὖσαι καὶ πρότερον ἀεὶ οἰκήσεις», Θουκ.)
6. οικογένεια, νοικοκυριό.