ένσαρκος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνσαρκος, -ον)
1. αυτός που έχει ανθρώπινη σάρκα (σε αντίθεση με τον άυλο, τον πνευματικό)
2. φρ. α) «ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία» — η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, του Χριστού
β) «ο ένσαρκος άγγελος» — προσωνυμία του Προφήτη Ηλία, του Ιωάννου του Προδρόμου και άλλων αγίων
νεοελλ.
φρ. «ένσαρκον άγαλμα» — εκπληκτικά ωραίος άντρας ή γυναίκα.