ἐντιναγμός

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ὁ,

   A shaking, LXXSi.22.15 (v.l. ἐντίναγμα, as in Sch. Od.17.231).

German (Pape)

[Seite 856] ὁ, das Daraufstoßen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῐναγμός: ὁ, τίναγμα, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 13· μετὰ διαφ. γραφ. ἐντίναγμα).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
choque, golpe brusco φύλαξαι ἀπ' αὐτοῦ ... οὐ μὴ μολυνθῇς ἐν τῷ ἐντιναγμῷ αὐτοῦ apártate de él (del cerdo) no sea que te manches al chocar con él LXX Si.22.13.

Greek Monolingual

ἐντιναγμός, ο (Α)
1. το τίναγμα
2. ασύνετος λόγος, απερίσκεπτη πράξη.