εξαμελής

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
αυτός που αποτελείται από έξι μέληεξαμελής επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -μελής < μέλος. Η λ. μαρτυρείται στον Αναστ. Πολυζωΐδη].