εξαριθμώ
Greek Monolingual
ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [[[εξάριθμος]] (I)]
1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.)
2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)
3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να του τά δώσω, καταβάλλω, πληρώνω («ταῡτα τὰ χρήματ' ἐξηρίθμησεν», Δημ.).