(AM ἐξανασπῶ, -άω)ανασπώ, σύρω προς τα πάνω, τραβώ κάτι με τη βία από τη θέση τουαρχ.-μσν.ξεριζώνωμσν.(για εχθρούς) αφανίζω, εξολοθρεύω.