και ξανεμίζω (Μ ἐξανεμίζω και ξανεμίζω)1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του»)2. (για μαλλιά) ανεμίζω3. κινώ στον άνεμομσν.(αμτβ.) πέρδομαι.