ἑξάχους, -ουν και ἑξάχοος, -ον (Α)αυτός που περιλαμβάνει έξι χόες («λαμβάνειν παρὰ τοῡ γείτονος ἑξάχουν ὑδρίαν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χους «παλιό αττικό μέτρο ρευστών»].