ἐξήκω (Α) ήκω1. φθάνω, έρχομαι («ἐπειδὰν αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ δικαστήριον», Πλούτ.)2. (για χρόνο) περνώ, λήγω («ἐπειδὴ τοίνυν ὁ χρόνος οὗτος ἐξήκει», Λυσ.)3. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) πραγματοποιούμαι4. (για μαγικές πράξεις) πετυχαίνω.