ἐξολισθαίνω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

German (Pape)

[Seite 885] (s. ὀλισθαίνω), herausgleiten, herausschlüpfen, Eur. Phoen. 1383 Ar. Par 140; τὰς διαβολάς, den Verleumdungen entgehen, Eq. 491; dem Gedächtniß entfallen, Eccl. 286; auch τινός, Arist. H. A. 8, 2, Plut. Cat. mai. 20; auch ἐς ἡδονάς, unvermerkt dahinein gerathen, Hdn. 1, 3, 4; – τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι, auseinanderkommen, Plut. Pyth. or. 8.

French (Bailly abrégé)

1 dévier ou s’écarter en glissant;
2 fig. glisser hors de, échapper.
Étymologie: ἐξ, ὀλισθαίνω.

Greek Monolingual

(AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) ολισθάνω
1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ
2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. ξεφεύγω, διαφεύγω
2. (για φύλλα) πέφτω
3. ξεφεύγω από τη μνήμη.