(Α ἐπακριβής, -ές)νεοελλ.αυτός που γίνεται με απόλυτη ακρίβεια, ο εντελώς ακριβήςαρχ.1. επιμελής2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπακριβέςμε ακρίβεια, επιμελώςεπίρρ...επακριβώςμε μεγάλη ακρίβεια, επιμελώς.