ἐπάγερσις

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mustering of forces against an enemy, Εέρξης τοῦ στρατοῦ ἐ. ποιέεται Hdt.7.19.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, dasselbe, στρατοῦ Her. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροισις στρατευμάτων ἐναντίον ἐχθροῦ, Ξέρξης τοῦ στρατοῦ ἐπ. ποιέεται Ἡρόδ. 7. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rassembler des forces contre un ennemi.
Étymologie: ἐπαγείρω.

Greek Monolingual

ἐπάγερσις, η (Α) επαγείρω
συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).