ἐπηγορία

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ἡ,

   A accusation, blame, D.C.55.18,al., Them.Or.11.152b; cj. in Pi.Fr. 122.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, Beschuldigung, Anklage, D. Cass. 55, 18 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηγορία: ἡ, μομφή, ὡς τὸ κατηγορία, Δίων Κ. 55. 18. Ὁ Δωρικ. τύπος ἐπαγορία ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ. «ἐπαγορίαν ἔχει· ἐπίμωμός ἐστιν». ΙΙ. = προσηγορία, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 31., 2. 19, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ἐπηγορία, η (AM) επηγορεύω
ονομασία, προσηγορία
αρχ.
κατηγορία, επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση του κατηγορία.