επικουρικός

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπικουρικός, -ή, -όν) επίκουρος
βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῡ... γένους», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία
αρχ.
1. (για στρατό) εφεδρικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν
συμμαχική δύναμη
3. αυτός που ανήκει στους επικούρους, στους μισθοφόρους («φθερεῑσθαι αὐτῶν τὰ πράγματα, ἐπικουρικὰ μᾱλλον ἢ δι’ ἀνάγκης ὥσπερ τὰ σφέτερα ὄντα», Θουκ.).
επίρρ...
επικουρικώς
α) βοηθητικώς
β) δευτερευόντως.