ἐπικουρικός

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικουρικός Medium diacritics: ἐπικουρικός Low diacritics: επικουρικός Capitals: ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: epikourikós Transliteration B: epikourikos Transliteration C: epikourikos Beta Code: e)pikouriko/s

English (LSJ)

ἐπικουρική, ἐπικουρικόν,
A serving as ἐπίκουροι 1.3, γένος Pl.R. 434c, 441a.
2. mostly of troops, auxiliary, mercenary, ἐπικουρικὸν μισθώσασθαι Th.4.52; dependent on ἐπίκουροι, πράγματα Id.7.48; τὸ ἐ. Ph. 2.98.

German (Pape)

[Seite 952] ή, όν, beistehend, helfend, bes. τὸ ἐπικουρικόν, Hülfs-, Söldnerheer, Thuc. 4, 52, vgl. 7, 48; Plat. Rep. IV, 434 c; D. Hal. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui consiste en troupes auxiliaires, qui repose sur des troupes auxiliaires.
Étymologie: ἐπίκουρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικουρικός: служащий в помощь, вспомогательный (γένος Plat.): τὰ πράγματα ἐπικουρικά Thuc. вспомогательные войска.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικουρικός: -ή, -όν, χρησιμεύων εἰς ἐπικουρίαν, βοηθός, Πλάτ. Πολ. 434C, 441A. 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ στρατευμάτων, ἐπικουρικά, συμμαχικά, Θουκ. 7. 48, κτλ.· τὸ ἐπ. = ἐπικουρία ΙΙ, ὁ αὐτ. 4. 52, Πλάτ., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπικουρικός, -ή, -όν) επίκουρος
βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῦ... γένους», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία
αρχ.
1. (για στρατό) εφεδρικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν
συμμαχική δύναμη
3. αυτός που ανήκει στους επικούρους, στους μισθοφόρους («φθερεῖσθαι αὐτῶν τὰ πράγματα, ἐπικουρικὰ μᾶλλον ἢ δι’ ἀνάγκης ὥσπερ τὰ σφέτερα ὄντα», Θουκ.).
επίρρ...
επικουρικώς
α) βοηθητικώς
β) δευτερευόντως.

Greek Monotonic

ἐπικουρικός: -ή, -όν (ἐπικουρέω),
1. αυτός που χρησιμεύει ως βοήθεια, βοηθητικός, σε Πλάτ.
2. λέγεται για στρατεύματα, βοηθητικά, ενισχυτικά, συμμαχικά, σε Θουκ.· τὸ ἐπικουρικόν = ἐπικουρία II, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπικουρικός, ή, όν ἐπικουρέω
1. serving for help, assistant, Plat.
2. of troops, auxiliary, allied, Thuc.: τὸ ἐπικουρικόν, = ἐπικουρία II, Thuc.

English (Woodhouse)

of auxiliary troops, of mercenaries

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)