ἐπιξέω

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A scrape or graze on the surface, Hp.VC14 (v.l. for ἐπιξύω), Aret.CD1.2; ἅλμασιν ἀκρωνύχοις τὴν πέτραν Hld.5.14: metaph., polish a poem, Vit.Apollon.Rhod.

German (Pape)

[Seite 967] (s. ξέω), die Oberfläche ritzen, obenauf kratzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιξέω: ξέω ἢ ξαίνω ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 908, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

gratter à la surface ; fig. polir.
Étymologie: ἐπί, ξέω.

Greek Monolingual

ἐπιξέω) ξέω
ξύνω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, γρατζουνίζω
αρχ.
μτφ. χτενίζω, καλλωπίζω.