χτενίζω
Greek Monolingual
χτενίζω και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ
1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ' άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι
β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.)
2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω (α. «τέλειωσε το κείμενό του, αλλά πρέπει να το χτενίσει» β. «ὁ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων», Διον. Αλ.)
3. κάνω ξάνση με χτένι, λαναρίζω
νεοελλ.
1. μτφ. ψάχνω, ερευνώ εξονυχιστικά
2. παροιμ. α) «μ' έλουσαν μέ χτένισαν, ξέρω ποιοι μέ γέννησαν» ή «λούζεις με χτενίζεις με, ξέρω ποια 'ναι η μάνα μου» — όσες περιποιήσεις κι αν κάνουν άλλοι σε κάποιον, η αγάπη για τους γονείς και ιδιαίτερα για τη μάνα είναι ισχυρότερη
β) «ο κόσμος χάνεται και η γριά» [ή η κυρα] χτενίζεται» — λέγεται για κάποιον που δεν έχει συναίσθηση της σοβαρότητας μιας κατάστασης και ασχολείται, ευχαριστημένος μάλιστα, με ασήμαντα πράγματα
αρχ.
τακτοποιώ με ειδική βούρτσα και καθαρίζω τη χαίτη και το τρίχωμα του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός (βλ. λ. χτένα / κτένα)].
Translations
comb
Albanian: kreh; Arabic: مَشَطَ; Hijazi Arabic: مَشَّط; Aragonese: atusar; Armenian: սանրել; Aromanian: cheaptin, chiaptin; Assamese: ফণীওৱা, কঁকিওৱা, আঁচোৰা; Asturian: peñar; Azerbaijani: daramaq; Belarusian: расчэсваць, прычэсваць; Brunei Malay: sisir; Bulgarian: чеша, сресвам; Burmese: ဖြီး; Catalan: pentinar; Cherokee: ᎠᎵᏔᏬᎠ; Chinese Mandarin: 梳, 篦; Czech: česat; Danish: rede; Dutch: kammen; Esperanto: kombi; Estonian: kammida; Faroese: greiða, kemba; Finnish: kammata; French: peigner, coiffer; Friulian: petenâ; Galician: peitear, pentear, pieitar; Gamilaraay: baadali; Georgian: ვარცხნა, დავარცხნა; German: kämmen; Greek: χτενίζω, κτενίζω; Ancient Greek: κτενίζω; Hebrew: סָרַק, סֵרֵק; Hungarian: fésül; Icelandic: greiða, kemba; Italian: pettinare; Japanese: 解かす; Kabuverdianu: pentia; Khmer: សិត, សិតសក; Kurdish Central Kurdish: داھێنان; Northern Kurdish: şe kirin, şeh kirin; Kyrgyz: тароо; Ladino: peynar; Latin: pecto; Latvian: ķemmēt, sukāt; Lithuanian: šukuoti; Luxembourgish: kämmen; Malay: sikat; Maori: heru, wani; Middle English: kemben; Ngazidja Comorian: utsana; Norman: dêmêler; Norwegian Bokmål: gre, greie; Occitan: penchenar; Old English: cemban; Ottoman Turkish: طرامق; Polish: czesać; Portuguese: pentear; Quechua: ñaqch'ay; Romanian: pieptăna; Romansch: petner, petnar, petgnar; Russian: причёсывать, причесать, расчёсывать, расчесать; Sardinian: pentonai, petenai, petenare; Scottish Gaelic: cìr; Serbo-Croatian: češljati, počešljati; Sidamo: fixxa; Slovak: česať; Slovene: česati; Sorbian Lower Sorbian: cesaś; Spanish: peinar, peinarse; Swedish: kamma; Tamil: வாரு; Telugu: దువ్వు, దువ్వుకొను; Thai: หวี; Turkish: taramak; Ukrainian: чесати, розчі́сувати; Vietnamese: chải; Vilamovian: kemma; Volapük: köbön; Yakut: тараа