ἐπιπλοκήλη

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ἡ,

   A hernia of the omentum, Gal.7.36:—hence ἐπιπλο-κηλικός, ὁ, one who suffers from it, Id.14.789.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, Netzbruch, Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλοκήλη: ἡ, (ἐπίπλοον, κήλη) «ἐπιπλοκήλη ἐστὶν ὀλίσθησις ἐπίπλου κατὰ τὸ μέρος τοῦ ὀσχέου», κοινῶς «σπάσιμον», Γαλην. 19. 448. 10· ἐντεῦθεν ἐπιπλοκηλικός, ὁ, ὁ ἔχων τοιοῦτον πάθημα, ὁ αὐτ. ἐν τ. 2. σ. 396Ε.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιπλοκήλη)
ιατρ. μορφή κήλης που χαρακτηρίζεται από την πτώση του επίπλου μέσα στον κηλικό σάκο.