ἐπιπόρπημα

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

Dor. ἐπιπόρπ-ᾱμα, ατος, τό,

   A garment buckled over the shoulders, cloak, mantle, part of the dress of a musician, Pl.Com.10, App.Pun. 109.

German (Pape)

[Seite 972] τό, = ἐπιπόρπαμα, App. Pun. 8, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ ἐμπερόνημα, πᾶν ἔνδυμα κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς Πλάτων ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement agrafé sur l’épaule.
Étymologie: ἐπί, πόρπη.

Greek Monolingual

ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) επιπορπούμαι
1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού
2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού
3. στολίδι της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.