ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ἐπιπορποῦμαι, -άομαι (Α) πόρπη1. στερεώνω φόρεμα με πόρπη2. συνεκδ. χρησιμοποιώ κάτι ως φόρεμα.