επιρράπτω

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπιρράπτω)
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)
αρχ.
1. ράβω μέσα σε κάτιΖεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.)
2. συρράπτω, συνδέω.