ἑπτάμιτος

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A seven-stringed, Luc.Astr.10 ; κιθάρη AP9.250 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 1012] κιθάρα, siebenfädig, -faitig, Onest. 6 (IX, 250); λύρα, Luc. astrol. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάμῐτος: -ον, ἑπτάχορδος, ἡ δὲ λύρη ἑπτάμιτος ἐοῦσα κτλ. Λουκ. περὶ τῆς Ἀστρολ. 17, Ἀνθ. Π. 9. 250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de sept fils ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, μίτος.

Greek Monolingual

ἑπτάμιτος, -ον (Α)
1. με επτά μίτους, κλωστές
2. με επτά χορδές.