μίτος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐ́τος Medium diacritics: μίτος Low diacritics: μίτος Capitals: ΜΙΤΟΣ
Transliteration A: mítos Transliteration B: mitos Transliteration C: mitos Beta Code: mi/tos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,
A thread of the warp, Il.23.762, AP6.174 (Antip.), Sor. 1.80; ἀγαθὶς μίτου, of Ariadne's clue, Pherecyd.148 J., cf. Vett. Val. 276.33, Procop.Gaz.Ecphr.p.158 B.; of a spider's web, AP6.39 (Arch.), cf. E.Fr.369.1 (lyr.); κατὰ μίτον = thread by thread, i.e. in detail, or in their due order, in an unbroken series, continuously, κατὰ μίτον τὰ πράγματ' ἐκλογίζομαι each thing in due order, Pherecr.146.7; βίβλοι τετταράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον (κατάμικτον codd.) ἐξυφασμέναι in a continuous series, Plb.3.32.2; ut mihi κατὰ μίτον scriberet, Cic.Att.14.16.3; cf. κατάμιτον.
2 thread of destiny, Lyc.584, Man.1.7 prov., ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται = life hangs by a thin thread Suid.: freq. in epitaphs, οὐδὲ… μοιρῶν μίτον ἔκφυγεν Epigr.Gr.324.5 (Cnidus); μοίρης ἐκτελέσασα μίτον IG4.627 (Argos); μοῖρα… ζωῆς κλῶσε μίτοισι χρόνον ib.12(8).609.5 (Thasos), cf. 3.1337.
II string of a lyre, Philostr. Jun.Im.6, AP5.221 (Agath.), etc.
III in Orphic language, seed, Orph.Fr.33.

German (Pape)

[Seite 193] ὁ, der Faden; bei Hom. Il. 23, 762, πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, der Einschlagfaden des Gewebes; βίβλοι καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμέναι, gleichsam dem Faden nach gewebt, ununterbrochen zusammenhangend, Pol. 2, 32, 2 u. a. Sp.; Cic. Att. 14, 16, ut mihi κατὰ μίτον scriberes, was Andere = κατὰ λιτόν, λεπτόν erkl. – Sprichwörtlich ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι, Suid. u. A. – Auch die Saiten der Cither, Synes.; Agath. 10 (V, 222); Poll. 4, 62.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fil ; κατὰ μίτον, d'affilée, sans interruption.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

Russian (Dvoretsky)

μίτος: (ῐ) ὁ
1 нить основы Hom., Anth.: κατὰ μίτον Polyb. непрерывно, подряд;
2 струна (μίτοις ἀντιμελίζειν Anth.);
3 ткань (μ. πολυώψ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μίτος: [ῐ], -ου, ὁ, κλωστὴ τοῦ στήμονος, Λατ. tela, Ἰλ. Ω. 762, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 174, κ. ἴδε ἐν λέξ. πηνίον· ἐπὶ ἀράχνης, αὐτόθι 39· ὕφασμα, Εὐρ. Ἀποσπ. 370· - κατὰ μίτον, «κλωστὴ μὲ κλωστήν», δηλ. κατὰ σειρὰν ἀδιάσπαστον, συνεχῶς ἢ ἐν λεπτομερείᾳ, ἑπομένως, = κατὰ λεπτόν, Πολύβ. 3. 32, 2, πρβλ. Ernesti Clav. Cic. ἐν λέξ. 2) τὸ νῆμα τῆς μοίρας ἢ τύχης, Λυκόφρ. 584· παροιμ., ἀπό λεπτοῦ μ. τὸ ζῆν ἤρτηται Συνέσ. 162Α, Σουΐδ.· συχν. ἐν ἐπιτυμβίοις, οὐδέ... μοιρῶν μίτον ἔκφυγον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 324. 5· μοίρης ἐκτελέσασα μίτον 470. 2· μοῖρα... ζωῆς κλῶσε μίτοισι χρόνον 287. 6, πρβλ. 153. 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἡ χορδὴ λύρας, Ἀνθ. Π. 5. 222, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ὀρφικῇ γλώσσῃ, = σπέρμα, σπόρος, Κλήμ. Ἀλεξ. 676· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 837. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μίτος· τάξις. σειρά. τόνος».

English (Autenrieth)

thread of the warp, warp, Il. 23.762†. (See cuts Nos. 59, 123.)

Spanish

hilo

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μίτος)
1. νήμα, κλωστή
2. (στην υφαντική) η κλωστή του στημονιού
νεοελλ.
φρ. α) «ο μίτος της Αριάδνης» — μέσο για ανακάλυψη διεξόδου από δυσχερή και περίπλοκη κατάσταση
β) «ο μίτος τών ιδεών» — ο ειρμός τών σκέψεων, το ξετύλιγμα, το νήμα, η σειρά τών ιδεών
μσν.-αρχ.
ο ιστός της αράχνης
αρχ.
1. το νήμα της τύχης («ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται», παροιμ.)
2. η χορδή της λύρας
3. (στους ορφικούς ποιητές) σπέρμα, σπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, οι οποίες, λόγω της αβέβαιης σημ. της λ., παραμένουν υποθετικές, όπως η σύνδεση με αρχ. ινδ. mithas «αμοιβαίος, αλλεπάλληλος», με λιθουαν. mita «ραβδί για πλέξιμο διχτιών» και με λατ. mitto «στέλνω, αφήνω» (πρβλ. και μίτρα). Η λ., τέλος, θα μπορούσε να συνδεθεί με γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «τριμίσκον- ἱμάτιον» (πρβλ. και μυκην. tomiha)].

Greek Monotonic

μίτος: [ῐ], -ου, ὁ,
I. κλωστή στημονιού, Λατ. tela, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ μίτον, κλωστή-κλωστή, δηλ. σε αδιάσπαστες σειρές, σε Πολύβ.
II. λέγεται για χορδή λύρας, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: meaning uncetain, about thread of the warp, chain, also thread in gen., Lat. līcium (since Ψ 762), s. Blümner Technologie 141 ff., where also other interpretations; κατὰ μίτον uninterrupted (Pherecr., Plb.).
Compounds: Often as 2. member, e.g. λεπτό-μιτος with fine threads (E.), πολύ-μιτος consisting of many threads, damask (A., Cretin., Peripl. M. Rubr.).
Derivatives: μιτώδης thread-like, made of threads, v. t. (S. Ant. 1222), μίτινοι licinae (gloss.) μιτηρός, μιτάριον (sch. E. Hec. 924), μιτόομαι, -ώσασθαι hitch up threads v.t. (AP), μίσασθαι(?) id. (Pl. Com.), μιτίσασθαι liciare (gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because of the uncertain mening all explanations are hypothetic: to Skt. mithás mutual, alternate etc. (Prellwitz KZ 47, 305; s. μοῖτος); to μίτρα (H. Petersson; s. v.), to Lith. mita stick (?; G. Stecken) for weaving nets ( ? ) (Fraenkel Wb. s.v.); diff. Zupitza BB 25, 99 (rejected by Bq and W.-Hofmann s. mittō).

Middle Liddell

μῐ́τος, ου,
I. a thread of the warp, Lat. tela, Il.;— κατὰ μίτον thread by thread, i. e. in an unbroken series, Polyb.
II. the string of a lyre, Anth.

Frisk Etymology German

μίτος: {mítos}
Grammar: m.
Meaning: Bed. nicht sicher, etwa Kettenfaden, Kette, auch ‘Faden im allg.’, lat. līcium (seit Ψ 762), s. Blümner Technologie 141 ff., wo auch andere Auffassungen referiert werden; κατὰ μίτον ununterbrochen (Pherekr., Plb. u.a.);
Composita: oft als Hinterglied, z.B. λεπτόμιτος mit feinen Fäden (E. in lyr.), πολύμιτος aus vielen Fäden bestehend, damasten (A. in lyr., Kretin., Peripl. M. Rubr. u.a.).
Derivative: Davon μιτώδης fadenartig, aus Fäden gemacht, o. ä. (S. Ant. 1222), μίτινοι licinae (Gloss.) μιτηρός, μιτάριον (Sch. E. Hek. 924), μιτόομαι, -ώσασθαι Fäden aufspannen o.a. (AP u.a.), μίσασθαι(?) ib. (Pl. Kom.), μιτίσασθαι liciare (Gloss.).
Etymology: Wegen der unsicheren Bed. bleiben alle Erklärungen hypothetisch: zu aind. mithás gegenseitig, abwechselnd usw. (Prellwitz KZ 47, 305; s. μοῖτος); zu μίτρα (H. Petersson; s. d.), zu lit. mita ‘Stecken zum Netzstricken ( ? )’ (Fraenkel Wb. s.v.); noch anders Zupitza BB 25, 99 (von Bq und von W.-Hofmann s. mittō abgelehnt).
Page 2,245-246

English (Woodhouse)

thread

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ὁ (=κλωστή, νῆμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.

Léxico de magia

hilo συνδήσας τὸ πέταλον τοῖς ζωδίοις μίτῳ ἀπὸ ἱστοῦ ποιήσας ἅμματα τξεʹ ata la lámina junto con las figurillas con hilo de telar haciendo trescientos sesenta y cinco nudos P IV 331 P VII 452