ἑπτάμιτος
From LSJ
English (LSJ)
ἑπτάμιτον, seven-stringed, Luc.Astr.10; κιθάρη AP9.250 (Honest.).
German (Pape)
[Seite 1012] κιθάρα, siebenfädig, -faitig, Onest. 6 (IX, 250); λύρα, Luc. astrol. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de sept fils ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, μίτος.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάμῐτος: семиструнный (λύρα Luc.; κιθάρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάμῐτος: -ον, ἑπτάχορδος, ἡ δὲ λύρη ἑπτάμιτος ἐοῦσα κτλ. Λουκ. περὶ τῆς Ἀστρολ. 17, Ἀνθ. Π. 9. 250.
Greek Monolingual
ἑπτάμιτος, -ον (Α)
1. με επτά μίτους, κλωστές
2. με επτά χορδές.
Greek Monotonic
ἑπτάμῐτος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά χορδές, επτάχορδος, σε Λουκ., Ανθ.