ἐρευγμός

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ὁ,

   A eructation, Id.Coac.138 (pl.), Arist.Pr.895b15.

German (Pape)

[Seite 1025] ὁ, das Aufstoßen, Erbrechen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευγμός: ὁ, = ἔρευγμα, «ῥέψιμον», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [[[ερεύγομαι]] (I)]
η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.