ἑρμακιά, ἡ (Α) έρμαξαιμασία. τοίχος κατασκευασμένος με πέτρες μικρές και μεγάλες χωρίς χρησιμοποίηση λάσπης, ξερολιθιά («αἱμασιάτὸ ἐκ χαλίκων ᾠκοδομημένον ἄνευ πηλοῡ τειχίον, ὅ νῡν ἑρμακιὰς καλοῡσι», γλώσσα του Δουκάγγιου).