και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι(-ν) και ρίφι(-ν))κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ-ιονυποκοριστικό της λ. έριφος].