ἐρίφιον
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
τό, Dim. of ἔριφος, Athenio 1.30, Ev.Matt.25.33, Gal.8.443, PLond.1.113.4, etc.
II = Rubus agrestis, Rubus caesius, European dewberry, dewberry, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1031] τό, dim. von ἔριφος, Athenio bei Ath. XIV, 661 b; auch N.T.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit chevreau, animal.
Étymologie: ἔριφος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίφιον: τό козленочек NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔρῐφος, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» παρ’ Ἀθην. 661Β. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κε΄, 33, κτλ.
English (Strong)
from ἔριφος; a kidling, i.e. (genitive case) goat (symbolically, wicked person): goat.
English (Thayer)
ἐριφιου, τό, and ἔριθος, ἐριφιου, ὁ, a kid, a young goat: Ath. 14, p. 661b.)
Greek Monotonic
ἐρίφιον: τό, υποκορ. του ἔριφος, κατσικάκι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐρίφιον, ου, τό,
Dim. of ἔρῐφος, a kid, NTest.
Chinese
原文音譯:™r⋯fion 誒里非按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:小山羊
字義溯源:山羊羔,小山羊,山羊;源自(αἴξ / ἔριφος)*=小山羊)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 山羊(1) 太25:33