έριφος
From LSJ
Greek Monolingual
ο και η (AM ἔριφος)
1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι
2. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κεραμβυκιδών
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι
αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες
2. φρ. «ἐπ’ ἐρίφοις» — με τρικυμία, με καιρό τρικυμιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το θ. εριφ- ανάγεται σε ΙΕ τ. erbhī- «δορκάς» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. heirp «κατσίκα». Η κατάληξη -ος κατά το έλαφος. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. oroj «αρνί», erinj «νεαρή αγελάδα», το λατ. aries-ětis «κριός» και το ουμβρ. erietu «κριός», η αντιστοιχία όμως δεν είναι πλήρης ούτε στη μορφή ούτε στη σημασία. Πολύ αμφίβολη η σύνδεση με το αρχ. ελλ. ερῖνεός «αγριοσυκιά».
ΠΑΡ. ερίφιο(-ν)
αρχ.
εριφέας, ερίφειος, Ερίφειος, εριφιήματα].