ερικυδής

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐρικυδής, -ες (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλη δόξα, ο πολύ ένδοξος (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους)
2. λαμπρός, πλούσιος (α. «δαὶς ἐρικυδής» — λαμπρό συμπόσιο, Ομ. Ιλ.
β. «ἐρικυδέα δῶρα» — πλούσια δώρα, Ομ. Ιλ.)
3. ο ακμαίος, ο γεμάτος ζωή («ἥβης ἐρικυδέος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κυδής (< κύδος «δόξα»)].