δαΐς
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
δαΐδος, Att. contr. δᾴς, δᾳδός, ἡ: (δαίω Α):—
A fire-brand, firebrand, pine torch, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Il.18.492; δαΐδας μετὰ χερσὶν ἔχοντες Od.7.101; δᾷδες, = λαμπάδες, Philyll.29; ἀραμένη δαΐδας IG12(5).229.8; ἔλαχεν μυστιπόλους δ. of a δᾳδοῦχος, ib.3.172: in sg., Ar.Nu. 1494, Antiph.199,272: collective in sg., metaph., ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν to come to the funeral-torch. i.e. end of life, Plu.2.789a.
2 as collective noun, pine-wood, such as torches were made of, SIG 57.32 (Milet., V B.C.), Ar.Nu.612, Th.7.53, X.Cyr.7.5.23, Arist. Col. 791b24, Supp.Epigr.1.329.24.
3 a disease in pines, resin-glut, Thphr. HP 3.9.5.
4 = δαδίον 2, Hp Mul.2.133.
Spanish (DGE)
-ΐδος, ἡ
• Alolema(s): contr. δᾴς, δᾳδός Ar.Nu.1494, Th.7.53, Hp.Mul.1.78, Steril.224
• Grafía: graf. δᾶες ID 1442B.23 (II a.C.)
I 1antorcha, astilla resinosa, tea ξανθοτέρα<ι>ς ... τα<ὶ>ς κόμα<ι>ς δάϊδος más rubios los cabellos que una antorcha Sapph.98a.7, gener. plu., cont. ritual y de fiesta νύμφας δ' ἐκ θαλάμων δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων ἠγίνεον Il.18.492, cf. Od.19.48, 23.290, κοῦροι ... ἐπὶ βωμῶν αἰθομένας δαΐδας ... ἔχοντες Od.7.101, cf. 1.428, 434, δαΐδων σέλας Od.18.354, Hes.Sc.275, ἐν παλάμαις ἀραμένη δαΐδας IG 12(5).229.8 (Paros, imper.), ἐν Λέρνῃ δ' ἔλαχεν μυστιπόλους δαΐδας IG 22.4841.8 (IV d.C.), δᾷδας ... καὶ δαλοὺς ἀράμενοι D.Chr.80.5, δᾷδας ἑκατόνταρχοι ... λαβόντες ὑφῆψαν αὐτήν (πυράν) D.C.56.42.3, βοῦς ἀθροίσας δᾷδας τοῖς αὐτῶν προσέδησε κέρασι D.C.Epit.8.26.1, cf. 2, tb. en sg. δᾷδα καὶ στεφάνους λαβόντες Antiph.197, cf. Men.Sam.731, Plu.Mar.22, Luc.Nec.7, IEphesos 2101A.2
•en cont. utilitario ξύλα κάγκανα θῆκαν ... καὶ δαΐδας μετέμισγον Od.18.310, más frec. sg. σὸν ἔργον, ὦ δᾴς, ἱέναι πολλὴν φλόγα Ar.Nu.1494, cf. 1490, Plu.Dio 44
•colect. pira funeraria ἐπὶ τὴν δᾷδα καὶ τὴν κορωνίδα τοῦ βίου προελθεῖν Plu.2.789a
•leña o madera de pino δαίδος ῥίπες SIG 57.32 (Mileto V a.C.), ὁλκάδα ... κληματίδων καὶ δᾳδὸς γεμίσαντες Th.7.53, πολλὴν μὲν δᾷδα ἔχομεν, ἣ ταχὺ πολὺ πῦρ τέξεται X.Cyr.7.5.23, διὸ καὶ τοῦ καπνοῦ γίνεται μελάντατος ... οἷον ἐλαίου καὶ πίττης καὶ δᾳδός Arist.Col.791b24, cf. IHistriae 68.24 (I d.C.)
•plu. leña ἁμάξας δᾴδων καὶ πίσσης μεστὰς πρὸ τοῦ στρατοῦ ... προήγαγον D.C.Epit.8.19.1, (κρύσταλλον) μιν ὑπὲρ δαΐδων καταθεῖναι Orph.L.179, cf. 181.
2 astilla de pino cuya infusión se utiliza como bebida o emplasto πινέτω δὲ τὸ σὺν τῇ δαιδί Hp.Nat.Mul.9, cf. Mul.1.78, Steril.224, ἐν οἴνῳ τῷ ἀπὸ δαιδός Hp.Mul.1.3
•trozo de madera de pino de aplicación ginecológica τὴν δὲ δαῖδα ὀπίσω προστιθέναι Hp.Mul.2.133.
3 bot. resina rel. una enfermedad de los pinos, exceso de producción de resina ὅλον γὰρ γίνεται δᾴς Thphr.HP 3.9.5.
II meteoro luminoso αἱ δᾷδες αἱ πρὸς τὰς δυσμὰς ἐκ τῶν ἀνατολῶν ᾄττουσαι como señal de mal augurio, D.C.43.35.3.
• Etimología: De *δαϝίς < *d°Hu̯2-, cf. δα(Ϝ)ίω (s.u. 1 δαίω) y en grado pleno ai. doman- ‘incendio’.
German (Pape)
[Seite 515] ίδος, ἡ (δαίω), zsgz. δᾴς, w. m. s., 1) Feuerbrand, Kienfackel, Homer δαίδων Iliad. 18, 492 Odyss. 18, 354. 19, 48. 23, 290, δαΐδας Odyss. 1, 428. 434. 2, 105. 7, 101. 18, 310. 19, 150. 24, 140. – Hes. Sc. 275. – 2) δαΐ, dativ., = Schlacht, Kampf: Homer ἐν δαῒ λυγρῇ Versende Iliad. 13, 286. 24, 739, ἐν δαῒλευγαλέῃ Iliad. 14, 387, δαῒκταμένων αἰζηῶν Versende (var. lect. δαϊκταμένων) Iliad. 21, 146. 301, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 21, 301. – Hes. Th. 650; Aesch. Spt. 926 u. Sp. D., wie Theocr. 22, 79; den acc. δαΐν hat Callim. frg. 243, Theaet. 3 (Plan. 233). – Über den Accent vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 11, 677. 14, 387. – Für δαΐς »Fackel« steht die Ableitung von δαίω »brennen« fest; δαΐ »Schlacht« kann einen andern Ursprung haben, obschon Homer allerdings μάχη πόλεμός τε δέδηεν u. Ähnliches sagt.
French (Bailly abrégé)
δαΐδος ; par contr. att. δᾴς, δᾳδός (ἡ) :
1 torche en bois résineux : ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν PLUT en être arrivé à la torche (funéraire), càd au terme de la vie;
2 p. ext. bois résineux, bois de pin.
Étymologie: δαίω².
Russian (Dvoretsky)
δᾰΐς: ΐδος, стяж. δᾴς, δᾳδός ἡ
1 факел Hom., Hes., Arph., Arst.: ἡ δᾲς καὶ ἡ κορωνὶς τοῦ βίου Plut. (погребальный) факел и завершение жизни, т. е. кончина: ἐπὶ τὴν δᾷδα Plut. до смерти;
2 тж. pl. смолистая лучина Thuc., Xen., Arst.
δᾰΐς: II ἡ (только dat. δᾰΐ) бой, схватка Hom., Hes., Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
δαΐς: δαΐδος, Ἀττ. συνῃρ. δᾷς, δᾳδός, ἡ· (δαίω Α, ἀνάπτω, καίω)· -δαυλός, πυρσὸς ἐκ δᾳδίου, Λατ. taeda· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Ἰλ. Σ. 492· δαΐδας μετὰ χερσὶν ἔχοντας Ὀδ. Η. 101· δᾷδες =λαμπάδες Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἀραμένη δαΐδας Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· ἔλαχον μυστιπόλους δ., περὶ δᾳδούχου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 822. 8· καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1494, Ἀντιφ. Σκυθ. 1, Ἀδήλ. 29. –μεταφ., ἐπὶ τὴν δᾷδα προελθεῖν, ἔρχομαι εἰς τὸν ἐπικήδειον πυρσόν, δηλ. εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 789A (ὡς ὁ Propert. 4. 12, 46, viximus insignes inter utramque facem). 2) περιληπτικὸν ὄνομα, δᾳδίον, ξύλον ἐκ πεύκης, ἐξ οὗ ἐγίνοντο οἱ πυρσοί, Θουκ. 7. 53, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 23, Ἀριστ. π. Χρωμ 1, 11. 3) νόσος τις τῶν δένδρων, ὡς τὸ Λάτ. taeda, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 5· πρβλ. ἐνδᾳδόομαι.
English (Autenrieth)
(1), ίδος (δαί Od. 24.1): torch, only pl. (The torch consisted of a number of pine splinters bound together. See cut.)
(2): combat, only dat., ἐν δαῒ λυγρῇ, λευγαλέῃ, Ν 2, Il. 14.387.
English (Slater)
δᾰς (ἡ)
1 torch ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλαἰθομένα τε δαὶς ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις (δαῖς Π.; corr. Snell, cll. Wackernagel, Kl. Schr. 588: i. e. in the Dionysaic rites) Δ. 2. 11.
Greek Monolingual
(I)
δαΐς, η (Α)
πόλεμος, μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαϊκή λ., για τον σχηματισμό και τον τονισμό της οποίας δεν συμφωνούν οι μελετητές. Η λ. απαντά στην επική δοτική δαΐ < δαϊ-ι (πρβλ. δαϊκτάμενος), ενώ πρόβλημα παρουσιάζει η ονομαστική, η οποία κατ' άλλους τονίζεται στη λήγουσα δαΐς και κατ' άλλους στην παραλήγουσα δάις (λόγω της υπάρχουσας αιτιατικής δάιν στον Καλλίμαχο). Έχει επίσης υποτεθεί ότι η δοτ. δαΐ«στη μάχη» προέρχεται από ονομαστική δαυς, η δε αιτ. δάιν αποτελεί νεώτερο σχηματισμό. Ετυμολογικά η λ. πρέπει να συνδέεται με το δάϊος (Ι), ενώ νεώτερες υποθέσεις συνδέουν τη δοτ. δαι με χεττ. δοτ. lahhi «εκστρατεία» ή με αρχ. ινδ. dāsa «εχθρός»].
(II)
δαΐς, η (Α)
βλ. δάδα.
Greek Monotonic
δαΐς: δαΐδος, Αττ. συνηρ. δᾷς, δᾳδός, ἡ, (δαίω Α, ανάβω, πυρπολώ),·
1. δαυλός, φλόγα, δάδα, πυρσός, δαδί, λαμπάδα, πυρσός από πεύκο, Λατ. taeda, σε Όμηρ.
2. ως περιληπτικό ουσ., ξύλο πεύκου, από το οποίο φτιάχνονταν οι πυρσοί, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δαὶς: (δαίω Α, ἀνάπτω), πόλεμος, μάχη, μάλιστα ἐν τῇ ἀποκεκομ. δοτ. δαΐ, ὡς ἀείπότε παρ’ Ὁμ., π.χ. Ἰλ. Ν. 286· οὕτω παρ’ Ἡσ. Θ. 650, Αἰσχύλ. Θήβ. 926· αἰτ. δάιν Καλλ. Ἀποσπ. 243.
Mantoulidis Etymological
= δᾴς-δᾳδός (=δαυλός, πόλεμος). Ἀπό ρίζα δαϝ(τοῦ δαίω=καίω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δαίω (α)
Translations
torch
Aklanon: sueo'; Albanian: pishtar; Arabic: مَشْعَل, شُعْلَة; Aragonese: tieda; Armenian: ջահ; Asturian: antorcha; Azerbaijani: məşəl; Basque: lastargi, zuzi; Belarusian: паходня, факел; Bengali: মশাল; Bulgarian: факел, факла; Burmese: မီးတိုင်, မီးအိမ်, မီးတုတ်; Catalan: teia, torxa; Cebuano: sulo; Chinese Cantonese: 火把, 火炬; Hokkien: 火炬; Mandarin: 薪火, 火炬; Czech: pochodeň; Danish: fakkel; Dutch: toorts, fakkel; Esperanto: torĉo; Estonian: tõrvik; Etruscan: 𐌚𐌀𐌂𐌄 class inanimate; Fijian: cina; Finnish: soihtu; French: torche, flambeau; Galician: facha; Georgian: ჩირაღდანი, მაშხალა; German: Fackel; Gothic: 𐍃𐌺𐌴𐌹𐌼𐌰, 𐌷𐌰𐌹𐍃; Greek: δαυλός, πυρσός; Ancient Greek: αἴγλη, Βάκχος, γραβδίς, γράβιον, δαβελός, δᾳδίον, δαελός, δαΐς, δαλός, δάος, δᾷς, δαυλός, δέλετρον, δετή, δέτις, ἐλάνη, ἑλένη, κανδήλη, κηρίων, λαμπάς, λάμπη, λαμπτήρ, λοφνία, λοφνίδιον, λοφνίς, πανός, πεύκη, πυρσός, φανή, φανίον, φανός; Hebrew: אֲבוּקָה; Hindi: मशाल, टॉर्च; Hungarian: fáklya; Icelandic: kyndill; Ido: torcho; Indonesian: obor; Interlingua: torcha; Irish: tóirse, trilseán, lóchrann, breo, beo; Italian: fiaccola, torcia; Japanese: 松明, トーチ; Kazakh: алау, факел; Khmer: ចន្លុះ; Korean: 횃불; Kurdish Central Kurdish: چۆڵەچِرا, شاپِڵیتە, مەشخەڵ; Northern Kurdish: meşale; Kyrgyz: факел, шамана; Lao: ທວນ, ທວນໄຟ, ກະບອງ; Latin: fax, taeda, facula; Latvian: lāpa; Lithuanian: deglas; Luxembourgish: Fakel; Macedonian: факел, факла; Malay: jamung, obor; Maori: kāpara, ngāpara, tōroherohe; Minangkabau: suluah; Mongolian Cyrillic: бамбар; Mongolian: ᠪᠠᠮᠪᠠᠷ; Norwegian Bokmål: fakkel; Nynorsk: fakkel; Old East Slavic: свѣтꙑчь; Old English: blase, speld; Pashto: مشعل; Persian: مَشْعَل, روشنک sg, هموخ sg; Plautdietsch: Fachel, Fiastock; Polish: pochodnia, żagiew, łuczywo; Portuguese: tocha; Romanian: torță, făclie, fachie; Russian: факел, светоч; Scottish Gaelic: lòchran, toirds; Serbo-Croatian Cyrillic: ба̏кља, бу̀ктиња; Roman: bȁklja, bùktinja; Slovak: fakľa; Slovene: bakla; Spanish: antorcha; Swahili: mwenge; Swedish: bloss, fackla; Tagalog: sulô; Tajik: машъал, машъала, сироҷ; Tarifit: asfeḍ; Tatar: факел; Thai: คบ, ไต้; Turkish: meşale; Turkmen: fakel; Ukrainian: смолоскип, факел; Urdu: مَشْعَل, ٹارْچ; Uyghur: مەشئەل; Uzbek: mashʼal, mashʼala, fakel; Vietnamese: đuốc, ngọn đuốc; Welsh: ffagl, tors, pentewyn; Yiddish: שטורקאַץ