ετερόφωτος
Greek Monolingual
-η, -ο και ετεροφώτιστος, -η, -ο
1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος
2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο»)
3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή γνώμες από άλλους, αυτός που δεν έχει δική του κρίση ή αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].