εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, -ές (Α)1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος2. ευμενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άντης (πρβλ. εξ-άντης, αν-άντης, προσ-άντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. άντα, άντην, αντί)].