άντην

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ἄντην επίρρ. (Α)
1. απέναντι, αντίκρυ, ενώπιον
2.κατά πρόσωπο, εκ του πλησίον
3.κατά μέτωπο, κατευθείαν
4. φανερά, απροκάλυπτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επιρρηματική αιτ. από θ. αντ-, πιθ. αναλογικά προς τα δην, πλην κ.τ.ό.].