εὐδίαιτος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A living temperately, opp. πολυδάπανος, X.Ap.19,cf. Poll.6.27, etc.

German (Pape)

[Seite 1061] gut, mäßig lebend, Xen. Apol. 19.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδίαιτος: -ον, ἐγκρατῶς διαιτώμενος, Ξεν. Ἀπολλ. 19, Πολυδ. Ϛ΄, 27, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit avec tempérance.
Étymologie: εὖ, δίαιτα.

Greek Monolingual

εὐδίαιτος, -ον (Α)
αυτός που ζει με εγκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομο-δίαιτος, οικο-δίαιτος, λιτο-δίαιτος].