εύνις
Greek Monolingual
(I)
εὖνις, -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που του λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. εύνιος. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν u- ή va-, όπως αρχ. ινδ. ūna «ανεπαρκής», αβεστ. ŭna «ανεπαρκής», αρμ. unayn «κενός», λατ. vanus «κενός, μάταιος», γοτθ. wans «ελλείπων»].———————— (II)
εὖνις, -ιδος ἡ (Α) ευνή
1. ευνέτις, συγκοιμωμένη, σύζυγος («ξὺν Ἡρακλεῑ τὸ πρῶτον εὖνις ἑσπόμην», Σοφ.)
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και αρσ.) ο εύνις
ο σύζυγος.