ευψυχία
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐψυχία) [[[εύψυχος]] Ι]
ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα
αρχ.
ψυχική αγαθότητα, αντίθ. του κακοψυχία.
η (ΑΜ εὐψυχία) [[[εύψυχος]] Ι]
ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα
αρχ.
ψυχική αγαθότητα, αντίθ. του κακοψυχία.