ευψυχία

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐψυχία) [[[εύψυχος]] Ι]
ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα
αρχ.
ψυχική αγαθότητα, αντίθ. του κακοψυχία.