ἐχιδνώδης

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ες,

   A = ἐχιδνοειδής, Sch.E.Ph.1136.

German (Pape)

[Seite 1126] ες, s. ἐχιδνοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνώδης: -ες, = ἐχιδνοειδής, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1136.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ἐχιδνώδης, -ες) έχιδνα
εχιδνοειδής
νεοελλ.
(για τόπους) ο γεμάτος έχιδνες
μσν.
μτφ. δόλιος, κακεντρεχήςἐχιδνώδης Φαραώ», Κ. Μανασσ.).